- τιρμπουσόν(ι)
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), ξεβουλωτήρι για τάπες μπουκαλιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τιρμπουσόν — και τριμπουσόν, το, Ν άκλ. τεχνολ. ο εκπωματιστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tire bouchon < tirer «τραβώ» + bouchon «πώμα»] … Dictionary of Greek
τρυπησόνι — το, Ν εκπωματιστήρας, τιρμπουσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιρμπουσόν / τριμπουσόν με παρετυμολογική επίδραση τού ρ. τρυπώ] … Dictionary of Greek
αναπωμαστήρας — ( ήρ, ήρος), ο εργαλείο με το οποίο αφαιρούμε το πώμα από κάτι, αλλ. τιρμπουσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπωμάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
εκπωματιστήρας — ο σπειροειδές εργαλείο σαν τρυπάνι που μπήγεται στα πώματα από φελλό και βοηθά στον αποπωματισμό, το τιρμπουσόν … Dictionary of Greek
τριμπουσόν — το, Ν βλ. τιρμπουσόν … Dictionary of Greek